κοσσυφος

κοσσυφος
    κόσσυφος
    κόσσῠφος
    атт. κόττῠφος ὅ черный дрозд Arst., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοσσυφος" в других словарях:

  • κόσσυφος — Gloss. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσσυφος — ο (ΑM κόσσυφος) κότσυφας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόψιχος] …   Dictionary of Greek

  • κόττυφος — κόσσυφος , κόσσυφος Gloss. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσσύφοις — κόσσυφος Gloss. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσσύφου — κόσσυφος Gloss. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσσύφους — κόσσυφος Gloss. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσσύφων — κόσσυφος Gloss. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσσύφῳ — κόσσυφος Gloss. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσσυφε — κόσσυφος Gloss. masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσσυφοι — κόσσυφος Gloss. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσσυφον — κόσσυφος Gloss. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»